Αθήναι, 13 Ιανουαρίου 1918
Αγαπητοί μου,
Γυρίζω από τον εξοχικό περίπατο που έκαμα με τον ήλιο της γλυκιάς αυτής μέρας του Γενάρη. Πόσα ωραία και περίεργα πράματα μου έδειξε ο καλός φίλος που με συντρόφευε, - ένας αρχαιολόγος και ιστοριοδίφης που ξέρει την Αττική μας σπιθαμή προς σπιθαμή! Εδώ τα κρυμμένα ερείπια μιας παλιάς εκκλησιάς’ εκεί τα λείψανα ενός ιστορικού σπιτιού’ παρακάτω ένα χαριτωμένο κολονάκι σκεπασμένο από κισσούς, πούχει κι αυτό την ιστορία του… Αλλά εκείνο που μ’ ευχαρίστησε περισσότερο, εκείνο που τόχω ακόμα μπροστά στα μαγεμένα μου μάτια, είναι κάτι που δε μου τόδειξε ο φίλος μας, γιατί δεν ήταν κι ανάγκη να μου το δείξει: Μια ανθισμένη κάτασπρη, χιονάτη αμυγδαλιά. Ήταν η πρώτη που έβλεπα φέτος, και μπορείτε πια να φανταστείτε την αγαλλίασή μου. Πόσες φορές δεν τη δοκιμάσατε και σεις μπροστά στην ανθισμένη αμυγδαλιά, που, μες στα χιόνια του Γενάρη, βιάζεται να ξεπετάξει τ’ άσπρα της ανθάκια και να φουντώσει μ’ αυτά, πριν βγάλει πράσινα φύλλα, για να μας δείξει πως η Άνοιξη έφτασε, για να μας δώσει παρηγοριά κι ελπίδα! Κάθε άνθρωπος, πιστεύω, τα ίδια αισθάνεται όταν πρωτοβλέπει το χειμωνιάτικο δέντρο ντυμένο ανοιξιάτικη στολή. Και μάλιστα, όταν ο χειμώνας είναι ακόμα δριμύς, όταν τα βουνά είναι ολόγυρα χιονισμένα, όταν ο ήλιος σκεπάζεται από σύννεφα κι όταν φυσάει τρελός παγωμένος βοριάς. Γιατί η ανθισμένη αμυγδαλιά είναι σα να μας λέει: Έχετε θάρρος, κι όλ’ αυτά θα περάσουν γρήγορα. Η Άνοιξη είναι κοντά. Ο ουρανός θ’ ανοίξει γαλάζιος, ο ήλιος θα λάμψει ζεστός, ο τρολοβοριάς θα γίνει αύρα μυρωμένη, και τα χιόνια θα φύγουν για να στρωθούν πράσινα ανθοκεντημένα χαλιά.
Φέτος πρωτοαντίκρισα την ανθισμένη αμυγδαλιά σε μια μέρα γλυκιά κι ηλιοφώτιστη. Ο ουρανός ήταν όλος καθαρός, κι άμα έγειρε ο ήλιος στο βουνό, ένα χλωμοκίτρινο μισοφέγγαρο άρχισε να λάμπει από το ζενίθ, και σιγά-σιγά να δυναμώνει. Νύχτα γλυκιά σαν την ημέρα. Μα γι’ αυτό κι η υπόσχεση της αμυγδαλιάς μου φάνηκε πιο αληθινή, πιο βέβαιη. Να την η Άνοιξη, έφτασε! Τι μπορεί να μας κάνει πια ο ξεθυμασμένος αυτός χειμώνας, που τόσο μας τρόμαξε με την άγρια και πρώιμη εισβολή του; Να, κι οι μέρες τώρα ολοένα μεγαλώνουν. Ο ήλιος βασιλεύει ακόμα νωρίς, τα λαμπρά όμως δειλινά βαστούν πολύ. Δεν είναι σαν το φθινόπωρο, που ευθύς σχεδόν με το ηλιοβασίλεμα, πλάκωνε το νυχτερινό σκοτάδι. Τώρα καταλαβαίνουμε «λυκόφως». Μισή ώρα ύστερ’ από τη δύση, φέγγει ακόμα σα μέρα. Και τι όμορφη η ώρα αυτή! Τι γλυκό φως! Τι ονειρευτή διαύγεια στην ατμόσφαιρα! Τι μακάρια γαλήνη, χυμένη παντού, στον ουρανό, στη γη και στην ψυχή του ανθρώπου!... Νά την η Άνοιξη, έφτασε! Αυτήν ώρα του δειλινού, αισθάνεται κανείς την προσέγγισή της περισσότερο…
Η ανθισμένη αμυγδαλιά ήταν στο περιβόλι ενός γνωστού μας ξωμερίτη. Μπήκαμε μέσα, κι εγώ του γύρεψα την άδεια να κόψω ένα μικρό κλαδί.
- Μπα, και μεγάλο, μου αποκρίθηκε με προθυμία ο νοικοκύρης.
Κι ετοίμασε το κλαδευτήρι του για να μου κόψει ο ίδιος. Ο φίλος μου όμως τον εμπόδισε, και μένα δε μ’ άφησε να κόψω παρά μια κορφούλα.
- Αυτά σου φτάνουν, μου είπε. Η αμυγδαλιά δεν κάνει μόνο λουλούδια, αλλά και καρπούς. Κι είναι αμαρτία να κουτσουρεύουμε έτσι ένα δέντρο καρποφόρο και χρήσιμο. Τώρα μάλιστα, σ’ αυτές τις περιστάσεις, σε βεβαιώ ότι είναι πολύ φρονιμότερο ν’ αφήσεις να γίνουν αμύγδαλα τα λουλούδια, που θα μαραίνονταν άδικα στο βάζο σου, κι ο κυρ-Αντρέας από δω (ο νοικοκύρης), που θάχε την καλοσύνη να σου δώσει ολάκερο κλαδί, να σου στείλει μεθαύριο μια σακούλα φρέσκο καρπό.
Φύγαμε με δυο-τρία λουλουδάκια ο καθένας. Όταν φτάσαμε όμως στην Ομόνοια, είδαμε ολόκληρα φορτώματα από κλώνους ανθισμένης αμυγδαλιάς στα χέρια κυριών και ανθοπωλών. Πόσες χιλιάδες αμύγδαλα χαμένα!...
- Ε, γι’ αυτά τι λές; ρώτησα το φίλο μου. Δεν έκανε να πάρουμε και μεις το κλαδί μας, μια που γίνεται τέτοια σπατάλη και σπαραγμός;
- Καθόλου, αποκρίθηκε ο φίλος μου. Ίσα-ίσα γι’ αυτό. Επειδή δεν μπορούμε να εμποδίσουμε όλο το κακό που κάνουν οι άλλοι, δε θα πει ότι πρέπει να κάνουμε και μεις το μερτικό μας.
Ο φίλος μου έχει δίκιο. Είπε μιαν αλήθεια που πρέπει να τη θυμάται κανείς και να την εφαρμόζει σε κάθε τέτοια περίπτωση.
Σας ασπάζομαι,
Φαίδων
Από το βιβλίο "Αθηναϊκές επιστολές" του σπουδαίου συγγραφέα - δημοσιογράφου Γρηγορίου Ξενόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου